-
1 πιστότης
2 πιστότητος ὑμῶν ἕνεκα in order to produce conviction in you, And.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιστότης
См. также в других словарях:
πιστότητα — η / πιστότης, ητος, ΝΑ [πιστός (Ι)] η ιδιότητα τού πιστού, το να είναι κανείς πιστός, άξιος εμπιστοσύνης νεοελλ. 1. ακρίβεια, γνησιότητα («η πιστότητα τής μετάφρασης») 2. μετρολ. προσόν ενός οργάνου μετρήσεων το οποίο χαρακτηρίζεται από το… … Dictionary of Greek