Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πιστότητος ὑμῶν ἕνεκα

См. также в других словарях:

  • πιστότητα — η / πιστότης, ητος, ΝΑ [πιστός (Ι)] η ιδιότητα τού πιστού, το να είναι κανείς πιστός, άξιος εμπιστοσύνης νεοελλ. 1. ακρίβεια, γνησιότητα («η πιστότητα τής μετάφρασης») 2. μετρολ. προσόν ενός οργάνου μετρήσεων το οποίο χαρακτηρίζεται από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»